- καταβυσσούμενα
- καταβυσσόωburypres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβυσσώ — καταβυσσῶ, όω (Α) κρύβω στο βάθος («εἴδωλα καταβυσσούμενα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ», Αλέξ. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βυσσῶ (< βυσσός «βυθός»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek